- βουτυρώνω
- μετ.1) намазывать маслом; маслить, намасливать (разг ); 2) сдабривать маслом, добавлять масло (во что-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουτυρώνω — βουτυρώνω, βουτύρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βουτυρώνω — ωσα, βουτυρωμένος, αλείφω βούτυρο πάνω σε κάτι: Βουτυρώνω πάντα το ψωμί πριν το βουτήξω στο πρωινό μου γάλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτυρώνω — επαλείφω με βούτυρο … Dictionary of Greek
αβουτύρωτος — η, ο [βουτυρώνω] 1. αυτός που δεν περιέχει βούτυρο 2. αυτός που δεν έχει αλειφτεί με βούτυρο … Dictionary of Greek